Обтрепать στα ελληνικά
Μετάφραση: обтрепать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεφτίζω, έξω, συμπλοκή, ευτελής, πενιχρός, κουρελιάρικος, παλιός, shabby
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедокур στα ελληνικά - μοχθηρία, κακό, αταξία, αταξίες, σκανταλιές, σκανδαλιά
- военнопленный στα ελληνικά - δέσμιος, φυλακισμένος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, ...
- гарнитура στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, Ακουστικά, Ακουστικό, Headset, ακουστικού
- зависящий στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Τυχαίες λέξεις
Обтрепать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεφτίζω, έξω, συμπλοκή, ευτελής, πενιχρός, κουρελιάρικος, παλιός, shabby
Μεταφράσεις: ξεφτίζω, έξω, συμπλοκή, ευτελής, πενιχρός, κουρελιάρικος, παλιός, shabby