Λέξη: καθαρίστρια
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λευκωσία, καθαρίστρια βούτηξε γκλομπ αστυνομικού, καθαρίστρια εργασια, καθαρίστρια με μισθό 4.000 ευρώ το μήνα, καθαρίστρια θεσσαλονίκη
Συνώνυμα: καθαρίστρια
υπηρέτρια, κόρη, νεάνις, θαλαμηπόλος, παραδουλεύτρα, ξενοδουλεύτρα
Μεταφράσεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cleaner, maid, charwoman, cleaning lady, cleaning
καθαρίστρια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
limpiador, criada, mucama, doncella, sirvienta, limpieza
καθαρίστρια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
filter, sauberer, reinigungsmittel, Mädchen, Dienstmädchen, Zofe, Maid, Jungfer
καθαρίστρια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détachant, aspirateur, teinturier, purificateur, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage
καθαρίστρια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cameriera, di pulizia, domestica, damigella, maid
καθαρίστρια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empregada, camareira, arrumadeira, donzela, de limpeza
καθαρίστρια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meid, dienstmeisje, meisje, bruidsmeisje, schoonmaakdienst
καθαρίστρια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уборщик, техничка, скребок, чистильщик, горничная, горничной, служанка, дева, девица
καθαρίστρια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stuepike, maid, hushjelp, stue, maids
καθαρίστρια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
piga, maid, hembiträdes, städservice, pigan
καθαρίστρια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siivooja, puhdistusaine, neito, impi, siivouspalvelu, piika, maid
καθαρίστρια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stuepige, maid, Jomfruen, rengøring, pige
καθαρίστρια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysavač, pokojská, služka, služebná, komorná, panna
καθαρίστρια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzątacz, oczyszczalnik, oczyszczacz, oczyszczarka, sprzątaczka, czyszczenie, odkurzacz, czyściciel, pokojówka, panna, maid, służąca, sprzątania
καθαρίστρια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobalány, Maid, cseléd, szobalánya, szolgáló
καθαρίστρια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hizmetçi, temizlik, hizmetçisi, maid, kız
καθαρίστρια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистильник, шкребок, прибиральник, покоївка, горничная
καθαρίστρια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çupë, shërbyesja, shërbëtore, vajzë, shërbyesja e
καθαρίστρια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прислужница, камериерка, мома, почистване на стаята, камериерско
καθαρίστρια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакаёўка, служанка
καθαρίστρια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koristaja, neiu, teenija, teenijatüdruk, maid, ümmardaja
καθαρίστρια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čistiji, dvorkinja, sobarica, spremačica, djevojka, služavka, sluškinja
καθαρίστρια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan
καθαρίστρια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarnaitė, kambarinė, viena tarnaitė
καθαρίστρια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
istabene, kalpone, Maid, meitene
καθαρίστρια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слугинката, слугинка, собарка, девица, чистење
καθαρίστρια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
servitoare, roaba, maid, fată, de curatenie
καθαρίστρια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
služkinja, sobarica, služkinjo, maid, dekla
καθαρίστρια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čistič, chyžná, pokojská, upratovačka, chyzná