Общеобязательный στα ελληνικά
Μετάφραση: общеобязательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρεωτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, ένα υποχρεωτικό, μια υποχρεωτική, η υποχρεωτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анамнез στα ελληνικά - ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού
- всероссийский στα ελληνικά - All-Ρωσίας, Πανρωσικό, Πανρωσικού
- выветрить στα ελληνικά - ενοικιάζομαι, αφήνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
- диабетик στα ελληνικά - διαβητικός, διαβητική, διαβητικούς, διαβητικής, διαβητικών
Τυχαίες λέξεις
Общеобязательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, ένα υποχρεωτικό, μια υποχρεωτική, η υποχρεωτική
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, ένα υποχρεωτικό, μια υποχρεωτική, η υποχρεωτική