Λέξη: κρεπ

Σχετικές λέξεις: κρεπ

κρεπ σουζέτ, κρεπ υφασμα τιμη, κρεπ σατεν φορεματα, κρεπ μεταξωτο, κρεπ αρτ ιλιον, κρεπ σολα, κρεπ υφασμα, κρεπ ντε σιν, κρεπ χαρτι, κρεπ σατεν

Συνώνυμα: κρεπ

κρέπι, μαύρο ύφασμα, λεπτό ύφασμα

Μεταφράσεις: κρεπ

κρεπ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crepe, crape, crêpe, of crepe, creped

κρεπ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crespón, crepe, crepé, crepe de, crepes

κρεπ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krepp, Krepp, Crepe

κρεπ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crêpe, crepe, crêpé, crépon, crêpes

κρεπ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crespo, crepe, crêpe, di crepe, crepe di

κρεπ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crepe, renda, de crepe, crepe de, crepom

κρεπ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
crêpe, crepe, pannenkoek, omfloerst, omfloers

κρεπ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флёр, креп, крепированной, крепированная, крепа

κρεπ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
crepe, crêpe Suzetten, Pannekake, crêpe

κρεπ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
crepe, pankaka, kräpp, kräppning, crepes

κρεπ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
surunauha, lätty, lettu, ohukainen, crepe, krepattujen, kreppi, krepatut

κρεπ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
crepe

κρεπ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krep, palačinka, krepový, krepové, krepového

κρεπ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krepa, marszczenie, krepy, crepe, naleśnikarka, krepowany

κρεπ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyászfátyol, krepp, kreppelés, kreppelési, palacsinta

κρεπ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
krep, crepe, krepleme, krepe, krepon

κρεπ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
креповий, креп, міцнів

κρεπ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tyl, krep, tyl të, petull

κρεπ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
креп, палачинка, крепирана

κρεπ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабіўся ўсё больш упэўнены, мацуе, умацоўваючы, мацуюць

κρεπ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pannkook, kutsuma, loor, krepp, Profileeritud, Kreppkummi, Kreppkummist

κρεπ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krep, crepe

κρεπ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
crepe

κρεπ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krepas, krepo, krepinio, crepe, lietinis

κρεπ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kreps, rievotās, crepe, sēru, Rievotas zoļu

κρεπ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
палачинка, креп

κρεπ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crep, crepe, creponată, creponata, de crep

κρεπ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
palačinka, krep, crepe, nakrepano

κρεπ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krep

Στατιστικά δημοτικότητας: κρεπ

Τυχαίες λέξεις