Λέξη: λιγνός
Σχετικές λέξεις: λιγνός
λιγνός ιωάννης πε19, λιγνός ιωάννης, λιγνός κουζίνες, λιγνός φαρμακείο, λιγνός εφοπλιστής, λιγνός προθήκες, λιγνός γιάννης, λιγνός κυνήγι ψάρεμα camping κατάδυση, λιγνός χαλάνδρι, λιγνός γιώργος
Συνώνυμα: λιγνός
άπαχος, ψαχνό, ισχνός, λεπτός, αδύνατος, αραιός
Μεταφράσεις: λιγνός
λιγνός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thin, lean, Lignos, Hardy
λιγνός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enrarecer, escurrido, escaso, tenue, leve, enjuto, delgado, aguado, flaco, magro, magra, lean, magras
λιγνός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mager, klein, unerheblich, geringfügig, dünnflüssig, dünn, abnehmen, unbedeutend, unwichtig, lehnen, hager, schlanke, mageres
λιγνός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclaircir, mince, débile, clairsemé, atténuer, menu, fin, effilé, fluet, amincir, maigre, subtiliser, raréfier, clair, diluer, mou, pauvre, maigres, lean, pencher
λιγνός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assottigliare, scarno, esile, diradare, snello, scarso, sottile, lieve, fine, leggero, magro, rado, magra, snella, lean, appoggiarsi
λιγνός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delgado, magro, dedal, fino, leve, esguio, pobre, magra, lean
λιγνός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mager, schraal, sprietig, licht, leunen, lean, magere, slanke
λιγνός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
негустой, вытягивать, прореживать, неплотный, разрежаться, незначительный, худой, редеть, утончить, тоненький, редкий, худощавый, разжижать, разредиться, разжидить, поредеть, наклон, тощий, скудный, опираться
λιγνός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tynn, fortynne, skrinn, mager, lean, magert, magre
λιγνός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spenslig, mager, tunn, gles, smärt, magert, lean, lutar, magra
λιγνός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kevyt, hento, hintelä, laiha, laimentaa, läpinäkyvä, laimea, hoikka, hieno, harva, vähärasvaisen, vähärasvaista, lean, laihaa
λιγνός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tynd, spredt, smal, sparsom, mager, lean, magert, af magert, magre
λιγνός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ředit, tenký, řídký, hubený, libový, zředit, zjemnit, slabý, zeslabit, nepatrný, skrovný, štíhlý, libového, štíhlá, štíhlé
λιγνός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chudy, rozcieńczyć, rzednąć, przerzedzać, słaby, rozrzedzać, rzadki, patykowaty, ścieniać, szczupły, rozrzedzić, przechył, pochylenie, opierać
λιγνός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyér, sovány, lean, karcsú, szegény, szikár
λιγνός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sucuk, yağsız, önemsiz, sulu, zayıf, hor, yalın, Lean, fakir
λιγνός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витягувати, тонкий, худий, найгіршому, худою, поганий, крайній
λιγνός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hollë, mëshoj, e varfër, i ligët, ligët, të ligët
λιγνός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слаб, постно, на постно, постно крехко, стройна
λιγνός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкi, ясни, тонкi, худы, благі, худой
λιγνός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peenike, õhuke, lahja, kõhn, tailiha, lahjad, taine
λιγνός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tanak, tanjiti, mršav, lean, mršavih, naslanjanje, nemasno
λιγνός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
halla, magurt, og halla, hallast
λιγνός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exilis, tenuis
λιγνός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
retas, skystas, plonas, liesas, liesos, raumeningumą, liesa
λιγνός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rets, šķidrs, plāns, tievs, liess, liesums, liesās, liesa, nojume
λιγνός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посно, потпреме, се потпреме, на посно, потпреме на
λιγνός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subţire, rar, slab, sărac, macră, slabă, lean
λιγνός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tanek, pusto, lean, vitka, pustega, vitke
λιγνός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hubený, tenký, chudý, chudá, štíhly
Τυχαίες λέξεις