Огонь στα ελληνικά
Μετάφραση: огонь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχείο, φωτιά, πυρκαγιά, ανάβω, φωτίζω, ξανθός, φωτερός, απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вираж στα ελληνικά - καμπύλη, στρίβω, στροφή, καμπυλώνω, σειρά, γέρνω, καμπυλώνεται, ...
- выше στα ελληνικά - άνω, το παραπάνω, η παραπάνω, η ανωτέρω, τα παραπάνω, το ανωτέρω
- гаитянка στα ελληνικά - Αϊτής, της Αϊτής, haitian, Αϊτή
- доверенный στα ελληνικά - έμπιστος, αξιόπιστους, αξιόπιστες, trusted, έμπιστο
Τυχαίες λέξεις
Огонь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχείο, φωτιά, πυρκαγιά, ανάβω, φωτίζω, ξανθός, φωτερός, απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Μεταφράσεις: στοιχείο, φωτιά, πυρκαγιά, ανάβω, φωτίζω, ξανθός, φωτερός, απολύω, πυροβολώ, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός