Ожесточать στα ελληνικά
Μετάφραση: ожесточать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεινώνω, οξύνω, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беседовать στα ελληνικά - μιλώ, κρένω, συνομιλώ, ομιλία, κουβέντα, συζήτηση, ομιλίας, ...
- благоуханный στα ελληνικά - ευώδης, γλυκός, καραμέλα, αρωματισμένο, αρωματισμένα, αρωματισμένες, αρωματισμένη
- весельный στα ελληνικά - κωπήλατα, τα κωπήλατα, κωπήλατη
- горсть στα ελληνικά - φοίνικας, παραδίνω, χούφτα, δείκτης, δίνω, χέρι, λίγες, ...
Τυχαίες λέξεις
Ожесточать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, οξύνω, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, οξύνω, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει