Λέξη: αποστατώ
Συνώνυμα: αποστατώ
λιποτακτώ, αποσκιρτώ
Μεταφράσεις: αποστατώ
αποστατώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defect, renegade
αποστατώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tacha, vicio, defecto, deficiencia, falta, renegado, renegada, renegados, renegade, rebelde
αποστατώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
desertieren, makel, manko, schönheitsfehler, fehler, mangel, defekt, schaden, überlaufen, Renegat, abtrünnige, Überläufer, abtrünnigen, renegade
αποστατώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défectuosité, lapsus, malfaçon, défaut, gaffe, insuffisance, déserter, tache, tare, privation, imperfection, manque, panne, faute, erreur, vice, renégat, renégats, rebelle, renegade, renégate
αποστατώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difetto, imperfezione, vizio, rinnegato, renegade, rinnegati, ribelle, rinnegata
αποστατώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falta, falha, renegado, Renegade, renegada, renegados, desertor
αποστατώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebrek, tekort, tekortkoming, euvel, afwezigheid, defect, gemis, afvallige, renegaat, Renegade, apostaat, rebel
αποστατώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неполадка, дефицит, перекос, изъян, недочет, дезертировать, пробел, порок, нехватка, дефект, недостаток, минус, неисправность, ренегат, ренегатом, ренегата, отщепенец, изменник
αποστατώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feil, mangel, løper, Renegade, overløper, frafallen, frafalne
αποστατώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brist, fel, renegat, Renegade, renegaten, avfälling, överlöpare
αποστατώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vajaus, epäkohta, puute, kiro, vika, haitta, luopio, renegade, kapinallisia, luopiovaltiota, kapinalliset
αποστατώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fejl, defekt, brist, plet, frafaldne, Renegade, frafalden, renegat, overløber
αποστατώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kaz, vada, dezertovat, zběhnout, defekt, porucha, závada, nedostatek, chyba, odpadlík, renegát, Renegade, odpadlíka, odpadlý
αποστατώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
feler, skaza, brak, niedomaganie, uciekać, wada, usterka, defekt, przywara, błąd, renegat, zdrajca, renegade, renegatem, renegata
αποστατώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
renegát, Renegade, rebellis, A Renegade, hitehagyott
αποστατώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ihmal, leke, kusur, dönek, renegade, kaçak, hain, asi
αποστατώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дефект, ренегат, ренеґат
αποστατώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gambim, renegat, rebeluar, e rebeluar të, rebeluar të, e rebeluar
αποστατώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ренегат, Renegade, отстъпник, изменническа
αποστατώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэнегат, быў рэнегат, быў рэнегат і, рэнегат і
αποστατώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viga, defekt, salgaja, renegaadist, Luopio, renegade, renegaat
αποστατώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
greška, oštećenje, manjkavost, otpadati, kvar, otpadnik, odmetnik, odbjegli, renegat, odmetnuti
αποστατώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
galli, Renegade
αποστατώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trūkumas, dėmė, renegatiškas, renegatas, persimetėlis, atskilėlis, Renegade
αποστατώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bojājums, defekts, trūkums, atkritējs, Renegade, renegātu, renegāts
αποστατώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отпадник, одметнати, отпаднатиот, одметнатиот, отпадницата
αποστατώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cusur, defect, renegat, Renegade, renegată, trădător
αποστατώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
renegade, odpadnik, Odmetnik, renegat, Renegade je
αποστατώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedostatok, porucha, odpadlík
Τυχαίες λέξεις