Оживленный στα ελληνικά
Μετάφραση: оживленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωηρός, κεφάτος, εύθυμος, απασχολημένος, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Μεταφράσεις
- аэробика στα ελληνικά - αερόμπικ, αεροβική γυμναστική, αεροβική, αεροβικής, αεροβικής γυμναστικής
- второстепенный στα ελληνικά - περιφερειακός, δεύτερον, υπεξούσιος, δεύτερος, ασήμαντος, δευτερόλεπτο, επικουρικός, ...
- вытереться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
- галоши στα ελληνικά - λάστιχα, καουτσούκ, ελαστικά, ελαστικών, ελαστικό
Τυχαίες λέξεις
Оживленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωηρός, κεφάτος, εύθυμος, απασχολημένος, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Μεταφράσεις: ζωηρός, κεφάτος, εύθυμος, απασχολημένος, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή