Ока στα ελληνικά
Μετάφραση: ока, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρύινος, βελανιδιά, πάγος, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бирючина στα ελληνικά - αγριομύρτια, privet, λιγούστρο, και ιδιωτική, το λιγούστρο
- вице-консул στα ελληνικά - υποπρόξενο, υποπρόξενος, υποπρόξενου, ανθύπατος, ανθύπατο
- вязкий στα ελληνικά - κολλώδης, ανυποχώρητος, κολλητικός, επίμονος, ελώδης, γλοιώδης, ιξώδης, ...
- жмых στα ελληνικά - κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Τυχαίες λέξεις
Ока στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρύινος, βελανιδιά, πάγος, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: δρύινος, βελανιδιά, πάγος, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού