Λέξη: γραφειοκρατία
Σχετικές λέξεις: γραφειοκρατία
γραφειοκρατία στην ελλάδα, γραφειοκρατία μετά το γάμο, γραφειοκρατία στην εκπαίδευση, γραφειοκρατία ισπανια, γραφειοκρατία weber, γραφειοκρατία αγγλικά, γραφειοκρατία ορισμός, γραφειοκρατία βικιπαιδεια, γραφειοκρατία συνωνυμα, γραφειοκρατία και δημόσια διοίκηση
Συνώνυμα: γραφειοκρατία
επίσημοι, λειτουργοί
Μεταφράσεις: γραφειοκρατία
γραφειοκρατία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bureaucracy, bureaucrat, red tape, paperwork, bureaucratic
γραφειοκρατία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
burócrata, burocracia, la burocracia, burocracia de, burocracia del
γραφειοκρατία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bürokratie, bürokrat, Bürokratie, die Bürokratie
γραφειοκρατία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonctionnarisme, bureaucratie, bureaucrate, la bureaucratie, bureaucratique, de bureaucratie, une bureaucratie
γραφειοκρατία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
burocrate, burocrazia, la burocrazia, della burocrazia, burocratiche, burocratico
γραφειοκρατία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
burocracia, a burocracia, da burocracia, burocracia do, burocracias
γραφειοκρατία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bureaucratie, de bureaucratie, bureaucratische, bureaucratie te, bureaucratische rompslomp
γραφειοκρατία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бюрократ, чинуша, бюрократизм, канцелярист, чиновник, бюрократия, бюрократии, бюрократию, бюрократией
γραφειοκρατία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
byråkrati, byråkratiet, byråkratiets
γραφειοκρατία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byråkrati, byråkratin, byråkratins, byråkratiska
γραφειοκρατία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
byrokratia, virkavalta, byrokraatti, byrokratiaa, byrokratian, byrokratiasta, byrokratiaan
γραφειοκρατία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bureaukrati, bureaukratiet, bureaukratiske, bureaukratisk
γραφειοκρατία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
byrokracie, byrokrat, byrokracii, byrokracií
γραφειοκρατία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biurokracja, biurokratyzacja, biurokrata, służbista, biurokracji, biurokrację, biurokracją
γραφειοκρατία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bürokrata, bürokrácia, bürokráciát, a bürokrácia, bürokratikus, bürokráciával
γραφειοκρατία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bürokrasi, bürokrasinin, bürokrasisi, bürokrasisinin
γραφειοκρατία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бюрократизм, бюрократія, чиновник, бюрократ
γραφειοκρατία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burokraci, burokracia, burokracinë, burokracisë, burokraci e
γραφειοκρατία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бюрократ, бюрокрация, бюрокрацията, на бюрокрацията
γραφειοκρατία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бюракратыя, бюракратыі, бюракратыя і
γραφειοκρατία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bürokraatia, bürokraat, bürokraatiat, bürokraatiaga, bürokraatiast
γραφειοκρατία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
birokracija, birokratija, birokracije, birokraciju, je birokracija
γραφειοκρατία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrifræði
γραφειοκρατία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
biurokratija, biurokratijos, biurokratiją, biurokratizmas, biurokratizmo
γραφειοκρατία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
birokrātisms, birokrātija, birokrātijas, birokrātiju, birokrātijai
γραφειοκρατία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бирократија, бирократијата, на бирократијата
γραφειοκρατία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
birocraţie, birocrație, birocrației, birocrația, birocratiei, birocratia
γραφειοκρατία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
birokracija, birokracije, birokracijo, birokraciji
γραφειοκρατία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
byrokracie, byrokrat, byrokracia, byrokraciu, byrokracii