Окисляться στα ελληνικά
Μετάφραση: окисляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύνω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
![Окисляться στα ελληνικά Окисляться στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-22777.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вестминстер στα ελληνικά - Westminster, Γουέστμινστερ, του Westminster, το Westminster, Γουεστμίνστερ
- взвинчивать στα ελληνικά - εξογκώνω, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, φουσκώνω, δουλεύω, φουσκώνουν, ...
- возмужалый στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, καλλιεργούνται-up, ώριμο, ενήλικα, ...
- двойка στα ελληνικά - διπλός, καημένος, φτωχός, σωσίας, πενιχρός, διπλασιάζω, δυο, ...
Τυχαίες λέξεις
Окисляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύνω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Μεταφράσεις: οξύνω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει