Окисляться στα ελληνικά

Μετάφραση: окисляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύνω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Окисляться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вестминстер στα ελληνικά - Westminster, Γουέστμινστερ, του Westminster, το Westminster, Γουεστμίνστερ
  • взвинчивать στα ελληνικά - εξογκώνω, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, φουσκώνω, δουλεύω, φουσκώνουν, ...
  • возмужалый στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, καλλιεργούνται-up, ώριμο, ενήλικα, ...
  • двойка στα ελληνικά - διπλός, καημένος, φτωχός, σωσίας, πενιχρός, διπλασιάζω, δυο, ...
Τυχαίες λέξεις
Окисляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύνω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει