Λέξη: εφημερίδα

Σχετικές λέξεις: εφημερίδα

εφημερίδα ελευθερία, εφημερίδα έθνος, εφημερίδα θεσσαλία, εφημερίδα της κυβερνήσεως, εφημερίδα συντακτών, εφημερίδα τα νέα, εφημερίδα εργασία, εφημερίδα μακεδονία, εφημερίδα δημοκρατία, εφημερίδα καθημερινή, εφημερίδα των συντακτών, η εφημερίδα, εφημερίδα κυβερνήσεως, τα νέα, εφημερίδα εσπρέσο, δημοκρατία εφημερίδα, καθημερινή, εφημερίδα αυγή, αυγή, επενδυτής εφημερίδα, θεσσαλία εφημερίδα

Συνώνυμα: εφημερίδα

χαρτί, έγγραφο, βίβλος, χάρτης, εφημερίδα της κυβερνήσεως, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων, εφημερίς

Μεταφράσεις: εφημερίδα

εφημερίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
newspaper, paper, gazette, journal, the newspaper

εφημερίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empapelar, periódico, papel, ponencia, gaceta, diario, periódicos, el periódico, periódico de

εφημερίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
papier, zeitung, schriftstück, anzeigenblatt, abhandlung, zeitungspapier, anzeiger, schrift, Zeitung, Zeitungs, Zeitungen, Tageszeitung

εφημερίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
magazine, feuille, article, copie, gazette, tapisser, rapport, tenture, papier, tapisserie, conférence, revue, journal, document, exposé, journaux, quotidien, presse, le journal

εφημερίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giornale, gazzetta, carta, cartaceo, quotidiano, giornali, il giornale, di giornale

εφημερίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
folha, calças, jornal, olhar, notícia, papel, gazeta, jornais, de jornal, de jornais, jornal de

εφημερίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
papier, courant, krant, bescheid, blad, akte, document, dagblad, kranten, de krant

εφημερίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
газета, реферат, бумага, доклад, вексель, статья, ведомости, документ, меморандум, фельетонист, тратта, фельетон, газеты, газете, газету, газет

εφημερίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avis, papir, avisen, aviser

εφημερίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidning, papper, tidningen, tidningsartikel, tidnings, dagstidning

εφημερίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tapetoida, tutkielma, asiapaperi, sanomalehti, paperi, sanomalehtiartikkeli, lehdet, sanomalehden, sanomalehdessä

εφημερίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
papir, avis, avisen, aviser, dagblad

εφημερίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
článek, tapeta, přednáška, magazín, papír, vytapetovat, časopis, noviny, listina, tisk, novin, Novinový, novinách

εφημερίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gazetka, makulatura, tapeta, księga, papiernictwo, referat, gazeta, artykuł, czasopismo, test, dziennik, papierek, papier, papiernia, prasa, gazety, newspaper

εφημερίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
papír, újság, sajtó, újságot, újságban, lap

εφημερίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gazete, kâğıt, gazetesi, gazetesinin, gazetenin

εφημερίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обклеїти, газета, газетний, меморандум, канцелярський, папір

εφημερίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
letër, letra, gazeta, gazetë, gazete, gazetës, gazetën

εφημερίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хартия, вестник, непушачи, за непушачи, вестници, вестника

εφημερίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папера, газета, газэта

εφημερίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paber, teataja, ajalehepaber, ajaleht, ajalehed, ajalehe, ajalehes, toad

εφημερίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
papir, novine, rad, novinskih, tapecirati, papiru, novinama, novina, list, newspaper

εφημερίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dagblað, pappír, fréttablað, blað, blaðið, dagblaðið, dagblaði, nearby

εφημερίδα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
papyrus

εφημερίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
popierius, laikraštis, newspaper, džiovintuvas, stalas, laikraščių

εφημερίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laikraksts, papīrs, avīze, newspaper, laikrakstā, Avīžu

εφημερίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
весникот, хартијата, весник, весници, весниците, newspaper

εφημερίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ziar, hârtie, ziare, ziarul, ziarului, de ziar

εφημερίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
studie, dnevnik, papir, papír, časopis, newspaper, nekadilce, naprava, za nekadilce

εφημερίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vestník, papier, referát, noviny, pamír, novín

Στατιστικά δημοτικότητας: εφημερίδα

Τυχαίες λέξεις