Окроплять στα ελληνικά

Μετάφραση: окроплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπάλισμα, ραντίζω, πασπαλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Окроплять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авангард στα ελληνικά - φορτηγάκι, avant, αβάν, πρωτοποριακό, πρωτοπορία, πρωτοπορίας
  • архитектоника στα ελληνικά - αρχιτεκτονικής
  • дневной στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
  • живность στα ελληνικά - ζωή, ισόβιος, βίος, πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Окроплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπάλισμα, ραντίζω, πασπαλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε