Опора στα ελληνικά
Μετάφραση: опора, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικό, θήκη, στήριγμα, ξεκουράζομαι, πέτρα, συμπαράσταση, αμπάρι, στήλη, μένω, υπόλοιπος, κολόνα, μόλος, λικνίζω, ησυχασμός, στυλοβάτης, κουνώ, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банан στα ελληνικά - μπανάνα, μπανάνας, της μπανάνας, μπανανών, μπανάνες
- вашингтон στα ελληνικά - Ουάσινγκτον, Ουάσιγκτον, Washington, της Ουάσιγκτον, την Ουάσιγκτον
- газохранилище στα ελληνικά - αποθήκευση φυσικού αερίου, αποθήκευσης φυσικού αερίου, αποθήκευσης αερίου, αποθήκευση αερίου, την αποθήκευση αερίου
- ермолка στα ελληνικά - σκούφου, skullcap, σκούφο, σκούφος, το skullcap
Τυχαίες λέξεις
Опора στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικό, θήκη, στήριγμα, ξεκουράζομαι, πέτρα, συμπαράσταση, αμπάρι, στήλη, μένω, υπόλοιπος, κολόνα, μόλος, λικνίζω, ησυχασμός, στυλοβάτης, κουνώ, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Μεταφράσεις: προσωπικό, θήκη, στήριγμα, ξεκουράζομαι, πέτρα, συμπαράσταση, αμπάρι, στήλη, μένω, υπόλοιπος, κολόνα, μόλος, λικνίζω, ησυχασμός, στυλοβάτης, κουνώ, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη