Опухнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: опухнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бретер στα ελληνικά - τρώγων, τρώει, eater, τρώγοντες, τρώγοντα
- выпукло-вогнутый στα ελληνικά - κυρτο, κυρτού, σχήμα κυρτού
- диалектология στα ελληνικά - διαλεκτολογίας, διαλεκτολογία, η διαλεκτολογία, και διαλεκτολογία
- дитя στα ελληνικά - γκόμενα, μωρό, παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Τυχαίες λέξεις
Опухнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Μεταφράσεις: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει