Орать στα ελληνικά

Μετάφραση: орать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κραυγάζω, στριγκλιά, φωνάζω, στριγκλίζω, στριγγλίζω, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Орать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атавизм στα ελληνικά - αταβισμός, προγονισμός, προγονικότητα, προγονικότης
  • белорусский στα ελληνικά - Λευκορωσίας, της Λευκορωσίας, λευκορωσική, λευκορωσικό, Λευκορώσους
  • восшествие στα ελληνικά - ένταξη, απόκτημα, ανάβαση, άνοδος, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, ...
  • вручную στα ελληνικά - χειροκίνητα, το χέρι, με το χέρι, μη αυτόματο τρόπο, με μη αυτόματο τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Орать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κραυγάζω, στριγκλιά, φωνάζω, στριγκλίζω, στριγγλίζω, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει