Λέξη: βαφτίζω
Σχετικές λέξεις: βαφτίζω
βαφτίζω ονειροκριτης
Συνώνυμα: βαφτίζω
βαπτίζω
Μεταφράσεις: βαφτίζω
βαφτίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
baptise, christen, Christen, baptize, I baptize
βαφτίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bautizar, Christen, bautice, a Christen, bautiza
βαφτίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
taufen, Christen, taufen sie, Christen Chris, einweihen
βαφτίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étrenner, baptiser, Christen
βαφτίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battezzare, Christen, battezza
βαφτίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Christen, batizar, kristen, christen o
βαφτίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dopen, Christen, doop, ChristenUnie, naam geven
βαφτίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крестить, Christen, Кристен, Крестят
βαφτίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
døpe, Christen
βαφτίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
döpa, Christen, av Christen
βαφτίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastaa, ristiä, Christen, Christenin
βαφτίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Christen
βαφτίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokřtít, křtít, Christen
βαφτίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chrzcić, ochrzcić, Christen, nadać imię
βαφτίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megkeresztel, felszentel, Christen, a Christen
βαφτίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaftiz etmek, açılışını yapmak, Christen, vaftiz, ilk defa kullanmak
βαφτίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрестити, користати, христити, охрестити, хреститиме
βαφτίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vë emër, pagëzoj, Christen
βαφτίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръщавам, Кристен, Christen, давам име на
βαφτίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хрысціць, крыжоў, крыжамі, КРЫЖ, хрысцяцца
βαφτίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristima, Christen, nime andma, nimeks andma, Kasta
βαφτίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krstiti, nazvati, Christen
βαφτίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Christen
βαφτίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
baptizare
βαφτίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krikštyti, pakrikštyti, Christen, duoti pravardę, duoti vardą
βαφτίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kristīt, Christen, Kristens
βαφτίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Кристен
βαφτίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
boteza, Christen, botez
βαφτίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Christen
βαφτίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krstiť, krst, pokrstiť
Τυχαίες λέξεις