Орошать στα ελληνικά
Μετάφραση: орошать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νερό, επιδαψιλεύω, ραντίζω, πλημμύρες, πασπαλίζω, ποτίζω, ντους, πασπάλισμα, αρδεύω, ύδωρ, κατακλύζω, πλημμυρίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адресант στα ελληνικά - διευθύνων, αποστολέας
- анабаптист στα ελληνικά - Αναβαπτιστών, των Αναβαπτιστών
- грамицидин στα ελληνικά - γραμισιδίνης, gramicidin, γραμμικιδίνη, γραμικιδίνη, γκραμισιδίνης
- дежурный στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, μετά, επόμενος, δασμός, φόρος, δασμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Орошать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νερό, επιδαψιλεύω, ραντίζω, πλημμύρες, πασπαλίζω, ποτίζω, ντους, πασπάλισμα, αρδεύω, ύδωρ, κατακλύζω, πλημμυρίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Μεταφράσεις: νερό, επιδαψιλεύω, ραντίζω, πλημμύρες, πασπαλίζω, ποτίζω, ντους, πασπάλισμα, αρδεύω, ύδωρ, κατακλύζω, πλημμυρίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει