Διαπρέπω στα αγγλικά

Μετάφραση: διαπρέπω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excel, preeminent, distinguished, outstanding, eminent
Διαπρέπω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπρέπω

διαπρέπω συνώνυμα, διαπρέπω λεξικό γλώσσας αγγλικά, διαπρέπω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διαπλοκή στα αγγλικά - intervention, interweaving, intersection, intertwining, interrelation, interlacing
  • διαπράττω στα αγγλικά - perpetrate, commit, committing, I commit, am committing
  • διαπραγμάτευση στα αγγλικά - negotiation, trading, negotiated, negotiating, deal
  • διαπραγματευτής στα αγγλικά - negotiator, maker, market maker, dealer, trader
Τυχαίες λέξεις
Διαπρέπω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: excel, preeminent, distinguished, outstanding, eminent