Λέξη: πλεονέκτημα

Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα

πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα μετάφραση, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα ρόδος, απόλυτο πλεονέκτημα, πλεονέκτημα στο πέναλτι

Συνώνυμα: πλεονέκτημα

ευεργέτημα, δώρο, όφελος, κέρδος, αποζημίωση, πλεονεκτική θέση, υπερτέρα θέση, προτέρημα

Μεταφράσεις: πλεονέκτημα

πλεονέκτημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advantage, benefit, advantage of, an advantage, asset

πλεονέκτημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lucro, ventaja, provecho, pro, ventajas, aprovechar, ventaja de, las ventajas

πλεονέκτημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewinn, vorteil, Vorteil, Vorteile, den Vorteil

πλεονέκτημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénéfice, lucre, qualité, avantage, prépondérance, suprématie, utilité, supériorité, gain, profit, utiliser, intérêt, profiter, parti, avantages

πλεονέκτημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
convenienza, beneficio, vantaggio, utile, profitto, guadagno, approfittare, vantaggi, usufruire, sfruttare

πλεονέκτημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vantagem, benefício, proveito, partido, vantagens, aproveitando

πλεονέκτημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pré, baat, voordeel, belang, profiteren, gebruik, voordelen, voordelig

πλεονέκτημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выгода, предпочтение, преобладание, превосходство, перевес, польза, преимущество, корысть, плюс, толк, привилегия, преимуществом, достоинство, достоинством

πλεονέκτημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordel, nytte, fordelen, deg, fortrinn

πλεονέκτημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övertag, vinst, gagn, förmån, nytta, fördel, fördelen, utnyttja

πλεονέκτημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtti, ansio, edullisuus, etu, voitto, etuus, etua, etuna, hyödyntää, edun

πλεονέκτημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordel, fortrin, udnytte, fordele, Fordelen

πλεονέκτημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
užitek, výhoda, přednost, využít, prospěch, převaha, zisk, výhodou, výhodu, předností, zvýhodnění

πλεονέκτημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaleta, pożytek, przewaga, korzyść, zaletą, atutem

πλεονέκτημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előny, előnye, előnyt, előnnyel

πλεονέκτημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarar, avantaj, avantajı, bir avantaj, bir avantajı

πλεονέκτημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привілей, перевага, користь, вигода, перевагу, право, переваги

πλεονέκτημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avantazh, Avantazhi, Përparësia, avantazh i, avantazh të

πλεονέκτημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предимство, преимущество, възползват, възползва, възползвате

πλεονέκτημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перавага, перавагу

πλεονέκτημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eelis, ära, eelise, eeliseks, kasu

πλεονέκτημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prednost, korist, prednosti, je prednost, prednost u

πλεονέκτημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagn, kostur, Kosturinn, nýta, forskot, kost

πλεονέκτημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
commodum, usus

πλεονέκτημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pranašumas, privalumas, pranašumą, nauda, lengvata

πλεονέκτημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdevīgums, priekšrocība, priekšrocības, priekšrocību

πλεονέκτημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предноста, предност, предностите, искористат предностите, искористат

πλεονέκτημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avantaj, profită, profite, profita, profitat

πλεονέκτημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prednost, prednosti, ugodnost, korist

πλεονέκτημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výhoda, výhody, výhodu, výhodou, prospech

Στατιστικά δημοτικότητας: πλεονέκτημα

Τυχαίες λέξεις