Осветить στα ελληνικά
Μετάφραση: осветить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευκρινίζω, διαφωτίζω, φωτερός, αποσαφηνίζω, τονίζω, διαπιστώνω, ξανθός, φωτίζω, στιγμιότυπο, εξακριβώνω, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вычеркивание στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, διαγραφή, διαγραφής, απαλοιφή, εξάλειψη, τη διαγραφή
- галлюцинировать στα ελληνικά - παραισθήσεις, hallucinate, έχουμε παραισθήσεις, έχουν ψευδαισθήσεις, παραίσθηση
- дозор στα ελληνικά - φρουρά, περιοδεία, στρογγυλός, γύρος, περιπολία, παρακολουθώ, βλέπω, ...
- дубина στα ελληνικά - φυτό, πιέζω, εκτύπωση, ρόπαλο, λέσχη, στουρνάρι, πρεσάρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Осветить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευκρινίζω, διαφωτίζω, φωτερός, αποσαφηνίζω, τονίζω, διαπιστώνω, ξανθός, φωτίζω, στιγμιότυπο, εξακριβώνω, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Μεταφράσεις: διευκρινίζω, διαφωτίζω, φωτερός, αποσαφηνίζω, τονίζω, διαπιστώνω, ξανθός, φωτίζω, στιγμιότυπο, εξακριβώνω, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση