Λέξη: θετός
Σχετικές λέξεις: θετός
θετός αδελφός, θετός πατέρας, θετός γονέας, θετός γιος του μάνου χατζιδάκι
Συνώνυμα: θετός
υιοθετικός
Μεταφράσεις: θετός
θετός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foster, adoptive, surrogate, the foster
θετός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adoptivo, adoptiva, adoptivos, adoptante, de adopción
θετός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
adoptiv, Adoptiv, adoptiven, adoptive
θετός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
morigéner, adoptif, éduquer, élever, adoptive, adoption, adoptifs, d'adoption
θετός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adottivo, adottiva, adozione, adottivi, d'adozione
θετός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adotivo, adotiva, adoptiva, adoptivo, adotivos
θετός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangenomen, adoptieve, adoptieouders, adoptief, adoptiegezin
θετός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поощрять, питать, выпестовать, пестовать, благоприятствовать, поощрить, ходить, воспитать, воспитывать, лелеять, выхаживать, приемный, приемным, усыновитель, адоптивная, усыновителя
θετός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adoptiv, adoptive, adoptivforeldre, adopsjon
θετός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adoptiv, adoptiv-, adoptivspråk, adoptivgruppen, adoptivfamilj
θετός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoivata, huolehtia, otto-, adoptiovanhemmat, adoptiivista, omaksutun, adoptiiviseen
θετός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adoptiv, adoptivsprog, adoptive, adoptivforældre, adoptivfamilie
θετός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chovat, vychovávat, pěstovat, adoptivní, adoptivním, adoptivního, osvojitel, adoptovaným
θετός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wychowywać, wyniańczyć, przybrany, adoptowany, przybranym, przybrana, adopcyjnych
θετός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örökbe fogadott, örökbefogadó, örökbe, adoptív, az örökbefogadó
θετός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beslemek, evlat edinen, evlatlık, adoptif, üvey, evlat edinilmiş
θετός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заохотити, виходжувати, плекати, ходити, виховати, приймальний, прийомний, прийомна, приймального, названий
θετός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adoptues, adoptiv, birësues, e adoptimit, adoptimit
θετός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приемен, осиновител, осиновяващото, адоптивна, осиновителката
θετός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыёмны, прыёмнае, прыёмная, прыёмнага
θετός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hellitama, edendama, adoptiiv-, lapsendatud, lapsendajalt, adoptiivne, adoptiivse
θετός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poticati, bodriti, promicati, sposoban za primanje, usvojitelj, posvojitelj, usvojitelja, posvojiteljska
θετός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ættleiðing, ættleiðingar, vegna ættleiðingar
θετός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imlus, priimtinė, įvaikinamas, įtėviui, įtėvis
θετός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
adoptēts, adoptētājiem, adoptētājs, adopcijas, adoptētāju
θετός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посвоителот, посвојуваат, посвоител, посвоил, приемен
θετός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adoptiv, adoptivă, adopție, adoptatoare, de adopție
θετός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posvojitelj, posvojeni, privzeto, adaptivno
θετός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
adoptívna, adoptívni, adoptívne, adoptívny, adoptívnej