Λέξη: εισβάλλω

Σχετικές λέξεις: εισβάλλω

συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση

Συνώνυμα: εισβάλλω

εισορμώ, προσκρούω, κτυπώ

Μεταφράσεις: εισβάλλω

εισβάλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invade, impinge

εισβάλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invadir, invaden, invadir a, de invadir, invadir la

εισβάλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfallen, überfallen, einmarschieren, eindringen, einzudringen

εισβάλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaillir, attaquer, envahir, invasions, envahissent, envahir la, invasion

εισβάλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invadere, invadere la, invadere il, invadono

εισβάλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invadir, invada, banhar, invadem, invadir a, invadir o, invade

εισβάλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binnenrukken, binnenvallen, binnendringen, binnen te vallen, binnen te dringen, invasie

εισβάλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
овладеть, захватывать, нахлынуть, оккупировать, увлекать, поражать, восхищать, вторгаться, восхитить, посягать, захватить, врываться, вторгнуться, вторгнуться в, вторгаются, вторгаться в

εισβάλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
invadere, invaderer, å invadere, trenge

εισβάλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invadera, invaderar, att invadera, invaderade, tränga

εισβάλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loukata, hyökätä, miehittää, valloittaa, vallata, tunkeutua, hyökkäämään, tunkeutuvat

εισβάλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
invadere, invaderer, at invadere, trænge ind, trænge

εισβάλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vtrhnout, napadnout, přepadnout, vpadnout, invazi, invazi do, napadnou

εισβάλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
najechać, zaatakować, atakować, najeżdżać, wtargnąć, najść, naruszać, inwazji

εισβάλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betör, támadják, betörni, támadják meg, támadni

εισβάλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istila etmek, saldırmak, işgal, istila, invaze

εισβάλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься

εισβάλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtoj, dyndem, dhunoj, pushtonin, të pushtuar

εισβάλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нахлувам, нахлуе, нападне, нахлуе в, нахлуват

εισβάλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўрывацца, урывацца, ўмешвацца

εισβάλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vallutada, tungida, rünnakuna, tungivad, tunginud

εισβάλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upasti, zauzeti, napasti, napadnu, invaziju

εισβάλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðast, ráðast inn, ráðast inn í, að ráðast inn, innrás

εισβάλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsiveržti, įsiveržti į, įsibrauti, įsibrauti į, užgrobti

εισβάλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iebrukt, pārņemt, iekarot, uzbrūk, iebruktu

εισβάλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инвазија, ги нападне, нападне, инвазија на, инвазија врз

εισβάλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invada, invadeze, invadeaza, invadează, a invada

εισβάλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
invazijo, napadejo, napadel, vdor, zavzemanja

εισβάλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vtrhnúť
Τυχαίες λέξεις