Особа στα ελληνικά
Μετάφραση: особа, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσωπο, συμβαλλόμενος, άτομο, προσωπικότητα, παρέα, ατομικός, άνθρωπος, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннексия στα ελληνικά - προσάρτηση, προσάρτησης, την προσάρτηση, προσάρτησή, η προσάρτηση
- варьете στα ελληνικά - ποικιλία, θέατρο, δείχνουν, εμφάνιση, show, παράσταση, επίδειξη
- волосатый στα ελληνικά - δασύς, μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
- выращивание στα ελληνικά - όγκος, επώαση, ανάπτυξη, τρέφω, αναπαραγωγή, μεγαλώνουν, μεγαλώνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Особа στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσωπο, συμβαλλόμενος, άτομο, προσωπικότητα, παρέα, ατομικός, άνθρωπος, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Μεταφράσεις: πρόσωπο, συμβαλλόμενος, άτομο, προσωπικότητα, παρέα, ατομικός, άνθρωπος, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που