Λέξη: καταπίεση
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση στη σχέση, καταπίεση στο γάμο, καταπίεση συνώνυμα, καταπίεση συναισθημάτων, καταπίεση γυναίκας
Μεταφράσεις: καταπίεση
καταπίεση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oppression, repression, suppression, oppression of, repression of
καταπίεση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
opresión, la opresión, opresión de
καταπίεση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterdrückung, schinderei, Unterdrückung, die Unterdrückung, der Unterdrückung, Bedrückung, Unterdrückung zu
καταπίεση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tyrannie, pression, oppression, l'oppression, d'oppression, de l'oppression
καταπίεση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oppressione, l'oppressione, dell'oppressione, all'oppressione, di oppressione
καταπίεση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
opressão, a opressão, da opressão, de opressão
καταπίεση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderdrukking, verdrukking, de onderdrukking, onderdrukt, druk
καταπίεση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
угнетенность, гнёт, притеснение, утеснение, подавленность, угнетение, подавление, тирания, гнет, угнетения, притеснения
καταπίεση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undertrykkelse, undertrykking, undertrykkelsen, trengsel
καταπίεση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtryck, förtrycket, förtryckets
καταπίεση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sorronalaisuus, paine, painostus, rasitus, sorto, sorron, sortoa, sorrosta, sortoon
καταπίεση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undertrykkelse, undertrykkelsen
καταπίεση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utlačování, tlak, tíseň, útlak, útisk, útlaku
καταπίεση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ucisk, opresja, gnębienie, ucisku, opresji
καταπίεση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elnyomás, az elnyomás, elnyomása, elnyomást, elnyomását
καταπίεση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baskı, zulüm, baskının, zulmün, baskılar
καταπίεση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гне, гноблення, пригнічення, пригнічування, гніт, пригноблення, придушення
καταπίεση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtypje, shtypja, shtypjes, shtypjen, shtypja e
καταπίεση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
угнетение, потисничество, гнет, потисничеството, подтисничество, потискане
καταπίεση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыгнёт, прыгнечанне, прыгнечаньне, пра нашыя
καταπίεση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõhumine, rõhumise, rõhumist, rõhumisest, surve
καταπίεση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugnjetavanja, teroru, potlačenost, ugnjetavanje, tlačenje, opresija
καταπίεση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kúgun, þrenging, að kúgun, er þrenging
καταπίεση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priespauda, priespaudos, engimas, spaudimas, depresija
καταπίεση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apspiešana, apspiešanu, apspiestība, nomāktība, apspiešanas
καταπίεση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
угнетување, угнетувањето, ропство, опресија
καταπίεση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asuprire, opresiune, opresiunii, opresiunea, oprimare
καταπίεση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tise, tisk, zatiranje, zatiranja, stiska, zatiranju, zatiranjem
καταπίεση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
útlak, utláčanie, tlak na, útlaku, represívne
Τυχαίες λέξεις