Оставлять στα ελληνικά
Μετάφραση: оставлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδειάζω, εκκενώνω, παραιτούμαι, παρατάω, αποσύρομαι, ενοικιάζομαι, εγκαταλείπω, αφήνω, φεύγω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бриться στα ελληνικά - ξυρίζομαι, έχε, έχω, ξύρισμα, ξυρίσετε, ξυρίσει, ξυρίζουν, ...
- водохранилище στα ελληνικά - λιμνούλα, δεξαμενή, πισίνα, δεξαμενής, δοχείο, ταμιευτήρα, ρεζερβουάρ
- гнетущий στα ελληνικά - βλοσυρός, καταπιεστικός, σκυθρωπός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, ...
- дружелюбный στα ελληνικά - πρόσχαρος, φιλικός, φιλόφρων, αξιαγάπητος, προσηνής, ζεστός, φιλικό προς, ...
Τυχαίες λέξεις
Оставлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδειάζω, εκκενώνω, παραιτούμαι, παρατάω, αποσύρομαι, ενοικιάζομαι, εγκαταλείπω, αφήνω, φεύγω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Μεταφράσεις: αδειάζω, εκκενώνω, παραιτούμαι, παρατάω, αποσύρομαι, ενοικιάζομαι, εγκαταλείπω, αφήνω, φεύγω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε