Λέξη: παραπέμπω
Σχετικές λέξεις: παραπέμπω
παραπέμπω στις ελληνικές καλένδες, παραπέμπω κλιση, παραπέμπω αγγλικά, παραπέμπω αόριστος, παραπέμπω συνώνυμο, παραπέμπω λεξικο, παραπέμπω μετάφραση, παραπέμπω αρχαια
Συνώνυμα: παραπέμπω
αναφέρω, αναφέρομαι, αποδίδω, προσφεύγω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, διαπράττω, κάνω, μεταθέτω εις αφανή θέσιν, παραχωρώ εις άλλον, υποβιβάζω, εξορίζω
Μεταφράσεις: παραπέμπω
παραπέμπω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refer, refer to, I refer, would refer, I would refer
παραπέμπω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
respectar, atañer, referirse, remitir, referir, consulte, consultar
παραπέμπω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zitieren, verweisen, beziehen, finden, siehe, beziehen sich
παραπέμπω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
révoquer, référer, renvoyer, référons, référez, rapporter, rendre, référent, soumettre, contremander, citer, rappeler, reporter, se référer, reportez
παραπέμπω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riferirsi, deferire, sottoporre, fare riferimento, riferire
παραπέμπω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
referir, remeter, encaminhar, consulte, referem
παραπέμπω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijzen, verwezen, verwijst, raadpleegt, raadpleeg
παραπέμπω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
относиться, отправить, обратить, ссылаться, передать, отослать, обратиться, упоминать, объяснять, направлять, передавать, справляться, обращаться, относить, посылать, отсылать, см, обратитесь
παραπέμπω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
referere, refererer, henviser, henvise, se
παραπέμπω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hänvisa, hänvisar, se, avser, hänvisas
παραπέμπω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mainita, liittyä, vedota, kuulua, katsoa, viitata, katso, viittaavat, viitataan, viittaa
παραπέμπω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
henvise, henviser, henvises, se, forelægge
παραπέμπω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odkázat, odevzdat, odvolávat, postoupit, viz, naleznete, odkazovat
παραπέμπω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotyczyć, odwoływać, powoływać, skierować, zajrzeć, zwracać, nawiązać, odwołać, tyczyć, odsyłać, odnieść, nawiązywać, odnosić, odnosić się, odwołać się, patrz, odnoszą
παραπέμπω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utal, olvassa, utalnak, utalja, hivatkozni
παραπέμπω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başvurmak, bakın, bakınız, bkz, başvurun
παραπέμπω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трапезна, їдальня, столова, посилатися, посилатись
παραπέμπω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmend, referohem, referohen, i referohen, referojuni, referohemi
παραπέμπω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
справка, вижте, обърнете, отнесе, отнасят
παραπέμπω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спасылацца, высылацца
παραπέμπω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viitama, nimetama, viidata, viitavad, vaadake, suunata
παραπέμπω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predati, uputiti, pogledajte, odnose, odnosi, potražite
παραπέμπω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vísa, átt, sjá, vísað, að vísa
παραπέμπω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kreiptis, perduoti, žr, nurodyti, remtis
παραπέμπω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsaukties, uzdot, skatīt, atsaucas
παραπέμπω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се однесуваат, погледнете, се однесува, однесуваат, однесува
παραπέμπω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cita, trimite, referă, consultați, se referă, referi
παραπέμπω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Poglejte, glejte, nanašajo, oglejte, sklicuje
παραπέμπω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odkázať, odvolať, poukázať, odkazovať, odvolávať
Τυχαίες λέξεις