Λέξη: απαλλαγή

Σχετικές λέξεις: απαλλαγή

απαλλαγή από οαεε, απαλλαγή από οαεε λόγω ικα, απαλλαγή από εφορευτική επιτροπή, απαλλαγή φπα, απαλλαγή φόρου πρώτης κατοικίας, απαλλαγή από στρατό, απαλλαγή άρθρου 15 §3 περ. δ, απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, απαλλαγή φπα για μικρές επιχειρήσεις, απαλλαγή από οαεε λόγω ικα 2014, λούφα και απαλλαγή

Συνώνυμα: απαλλαγή

ανάπαυση, εξόφληση, ξεμπέρδεμα, αθώωση, αθώωσις, εξαίρεση, άφεση, συγχώρηση, ελάττωση, συγνώμη, άφεση αμαρτίων, απόφεση, απόλυση, απελευθέρωση, σωτηρία, έκφραση, ελευθέρωση

Μεταφράσεις: απαλλαγή

απαλλαγή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exemption, acquittal, dispensation, remission, discharge, an exemption, relief

απαλλαγή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
absolución, exención, la exención, de exención, exención de, exención por

απαλλαγή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freispruch, erfüllung, austeilung, gabe, freistellung, befreiung, verteilung, freisprechung, zuteilung, erledigung, Freistellung, Befreiung, Ausnahme, Freistellungs

απαλλαγή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exemption, affranchissement, distribution, dispensation, accomplissement, dérogation, acquittement, dispense, franchise, absolution, consentement, exonération, libération, exception

απαλλαγή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dispensa, assoluzione, esonero, esenzione, dell'esenzione, un'esenzione, di esenzione, l'esenzione

απαλλαγή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isenção, derrogação, de isenção, a isenção, isenção de

απαλλαγή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijstelling, ontheffing, uitzondering, de vrijstelling, vrijstelling van

απαλλαγή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
управление, оправдание, избавление, раздача, деление, выполнение, увольнение, распределение, разрешение, освобождение, льгота, осуществление, исключение, освобождения, освобождение от, изъятие

απαλλαγή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fritagelse, fritak, dispensasjon, unntaket, fritaks, fritaket

απαλλαγή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undantag, befrielse, undantaget, undantags, undantag som

απαλλαγή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erivapautus, erivapaus, vapautus, poikkeusta, poikkeuksen, vapautuksen, vapautusta

απαλλαγή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fritagelse, undtagelse, fritagelsen, undtagelsen, dispensation

απαλλαγή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povolení, rozdílení, rozdělování, zproštění, osvobození, výjimka, osvobození od daně, osvobození od, výjimku

απαλλαγή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozdawanie, zgoda, spłacenie, uwolnienie, uniewinnienie, wyłączenie, zwolnienie, zwolnienia, wyłączenia, zwolnienie z

απαλλαγή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szétosztás, felmentés, mentesség, mentességet, mentességi, adómentesség

απαλλαγή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muafiyet, muafiyeti, istisnası, istisna

απαλλαγή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звільнення, рятування, роздача, виправдання, пільга, виконання, виконування, визволення, роздавання

απαλλαγή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkarkim, përjashtimi, lirim, lirimi, përjashtim i

απαλλαγή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раздала, освобождаване, изключение, освобождаването, освобождаване от

απαλλαγή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызваленне, вызваленьне

απαλλαγή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigeksmõistmine, väljajagamine, käsuseadus, vabastus, erand, vabastamine, maksuvabastus, erandi

απαλλαγή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijeljenje, određivanje, izuzeće, ispunjenje, pravdanje, oslobađanje, isključenje, izdavanje, izuzeća, oslobođenje, izuzeću

απαλλαγή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
undanþága, undanþágu, undanþágan, undanþágur

απαλλαγή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atleidimas, išimtis, išimties, atleidimas nuo, atleidimas nuo mokesčio

απαλλαγή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbrīvošana, atbrīvojums, atbrīvojumu, atbrīvojuma, izņēmums

απαλλαγή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ослободување, изземање, ослободувањето, ослободување од, исклучок

απαλλαγή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scutire, scutirea, exceptare, de scutire, scutiri

απαλλαγή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osvobojeni, oprostitev, izjema, izvzetje, oprostitve

απαλλαγή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povolení, oslobodenie, oslobodenia, oslobodení, výnimky, výnimka

Στατιστικά δημοτικότητας: απαλλαγή

Τυχαίες λέξεις