Отведение στα ελληνικά
Μετάφραση: отведение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφυγή, εμποδισμός, ανάληψη, πρόληψη, αποχώρηση, απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессемерование στα ελληνικά - χτύπημα, φυσώ, Bessemer, Τόμας, Bessemer ήταν, Τόμας είναι απηρχαιωμένη, Bessemer ήταν ο
- воспаление στα ελληνικά - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
- дискриминационный στα ελληνικά - διακρίσεις, διακρίσεων, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, διακριτική
- дрова στα ελληνικά - καυσόξυλα, καυσόξυλων, ξύλα, τα καυσόξυλα, καυσόξυλο
Τυχαίες λέξεις
Отведение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφυγή, εμποδισμός, ανάληψη, πρόληψη, αποχώρηση, απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
Μεταφράσεις: αποφυγή, εμποδισμός, ανάληψη, πρόληψη, αποχώρηση, απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών