Отвергнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: отвергнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амальгамирование στα ελληνικά - ένωση, συγχώνευση, συγχώνευσης, συνένωση, αμάλγαμα, τη συγχώνευση
- ввозимый στα ελληνικά - εισάγονται, να εισάγονται, δυνατόν να εισάγονται, είναι δυνατόν να εισάγονται, εισαχθεί ως
- вырастить στα ελληνικά - πλέκω, ζαρώνω, μεγαλώνω, αναπαράγω, αυξάνομαι, γεννοβολώ, ράτσα, ...
- гитов στα ελληνικά - μπράιγ, στα δίχτυα, δίχτυα
Τυχαίες λέξεις
Отвергнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Μεταφράσεις: απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει