Λέξη: παντοκράτορας

Σχετικές λέξεις: παντοκράτορας

παντοκράτορας ζακύνθου, χριστός παντοκράτορας, παντοκράτορασ αστέριοσ, παντοκράτορας πάτρα, παντοκράτορας πρέβεζα, παντοκράτορας κέρκυρα, ο παντοκράτορας, βουνό παντοκράτορας, παντοκράτορας πρέβεζας, κλινική παντοκράτωρ

Μεταφράσεις: παντοκράτορας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
almighty, Almighty, Pantocrator, Pantokrator, Pantokratoras, Christ Pantocrator
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
omnipotente, todopoderoso, los ejércitos, Altísimo, Almighty
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allmächtige, allmächtig, Allmächtigen, Allmächtige, der Allmächtige, Almighty
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tout-puissant, omnipotent, Puissant, Tout Puissant, Almighty
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
onnipotente, dell'Onnipotente, eserciti, degli eserciti, l'Onnipotente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
onipotente, todo poderoso, Poderoso, Almighty
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
almachtig, almachtige, de Almachtige, Almighty, Almachtigen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
могучий, жуткий, всемогущий, всесильный, могущественный, мощный, ужасный, Вседержитель, Всевышний, Всемогущего, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
allmektige, Almighty, allmektig, den allmektige, Allmektiges
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allsmäktig, Allsmäktig, Allsmäktiges, Allsmäktige, den Allsmäktige, Sebaot
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaikkivaltias, Kaikkivaltiaan, Almighty, Kaikkivaltiasta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Almægtige, den Almægtige, Almægtiges, Almighty
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
všemohoucí, všemocný, Všemohoucího, zástupů, mocný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wszechmocny, wszechwładny, wszechpotężny, Wszechmogący, Wszechmogącego, Almighty
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mindenható, a mindenható, Almighty, Mindenhatónak, Ura
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Allah, yüce, her şeye gücü yeten, ulu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
могутній, Всемогутній, Бог, Саваот, Всемогущий, усемогутній
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i plotfuqishëm, Plotfuqishëm, Plotfuqishmi, ushtrive, i ushtrive
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
всемогъщ, Всемогъщия, Всемогъщият, Всемогъщи, всесилен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
усемагутны, ўсемагутны, Бог, ўсёмагутны, нас усемагутны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõikvõimas, Almighty, Kõigeväeline, Kõikvõimsa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
užasno, bob, bog, svemoguć, strašan, strašno, Svemogući, Svevišnji, Svevladaru, Svemoćni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almáttugur, allsherjar, Almáttki, alvaldi, hersveitanna
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visagalis, kareivijų, visagali, Visagalio, Almighty
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šausmīgi, Visvarenais, Visuvarenais, visvarens, Almighty
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Семоќниот, Семоќен, севишниот, Седржител, семоќна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atotputernic, Almighty, Cel Atotputernic, Celui Atotputernic, Almighty a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vsemogočni, Vsemogočna, Almighty, vsemogočen, vsemogočnemu Bogu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohromný, všemocný, všemohúci, mocný
Τυχαίες λέξεις