Отворотиться στα ελληνικά
Μετάφραση: отворотиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρίβω, σειρά, στροφή, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензобак στα ελληνικά - βενζίνη, ρεζερβουάρ βενζίνης
- встревоженный στα ελληνικά - νευρική υπερένταση, νευρικοί, νευρικός, νευρικής υπερέντασης, uptight
- детородный στα ελληνικά - γεννητικός, γεννητικών, γεννητικών οργάνων, των γεννητικών, των γεννητικών οργάνων
- живица στα ελληνικά - ζουμί, εξαντλώ, χυμός, SAP, σφρίγος, το SAP, του SAP, ...
Τυχαίες λέξεις
Отворотиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρίβω, σειρά, στροφή, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο
Μεταφράσεις: στρίβω, σειρά, στροφή, πετό, πέτου, πέτο, το πέτο