Λέξη: ευκαμψία
Σχετικές λέξεις: ευκαμψία
ευκαμψία ευλυγισία, ευκαμψία ορισμός, κηρώδης ευκαμψία, ευκαμψία συνώνυμα
Συνώνυμα: ευκαμψία
ελαστικότητα, ευλυγισία, ευελιξία
Μεταφράσεις: ευκαμψία
ευκαμψία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flexibility, pliability, suppleness, flexibility of, flexible
ευκαμψία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flexibilidad, la flexibilidad, flexibilidad de, de flexibilidad, una flexibilidad
ευκαμψία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anpassungsfähigkeit, beweglichkeit, flexibilität, biegsamkeit, Flexibilität, flexibel, die Flexibilität
ευκαμψία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
élasticité, malléabilité, adaptabilité, flexibilité, souplesse, la flexibilité, de flexibilité, la souplesse
ευκαμψία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrendevolezza, flessibilità, la flessibilità, di flessibilità, flessibilità di, flessibile
ευκαμψία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
flexibilidade, a flexibilidade, de flexibilidade, flexibilidade de
ευκαμψία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flexibiliteit, de flexibiliteit, flexibel, soepelheid, flexibele
ευκαμψία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приспособляемость, уступчивость, маневренность, эластичность, гибкость, податливость, гибкости, гибкостью
ευκαμψία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fleksibilitet, fleksibiliteten, fleksibel, fleksibilitet til
ευκαμψία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flexibilitet, flexibiliteten, flexibilitets, flexibel, flexibilitet som
ευκαμψία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joustavuus, jousto, joustavuutta, joustavuuden, joustavasti, joustoa
ευκαμψία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fleksibilitet, fleksibiliteten, fleksibel, smidighed
ευκαμψία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohebnost, ohybnost, pružnost, poddajnost, přizpůsobivost, flexibilita, flexibilitu, flexibility, pro flexibilitu
ευκαμψία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyspozycyjność, dyspozycyjny, gibkość, dowolność, elastyczność, giętkość, elastyczności, elastyczność w
ευκαμψία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajlíthatóság, rugalmasság, rugalmasságot, rugalmassági, a rugalmasság, rugalmasságát
ευκαμψία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esneklik, esnekliği, esnek, esnekliğin
ευκαμψία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гнучкість, гнучкості
ευκαμψία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lakueshmëri, fleksibilitet, fleksibiliteti, fleksibilitetin, fleksibilitet të
ευκαμψία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гъвкавост, гъвкавостта, на гъвкавост, за гъвкавост
ευκαμψία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гнуткасць, гібкасць, гнуткасьць
ευκαμψία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paindlikkus, paindlikkust, paindlikkuse, paindlikkusinstrumendi
ευκαμψία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savitljivost, gipkost, fleksibilnost, elastičnost, fleksibilnosti, prilagodljivost
ευκαμψία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveigjanleiki, sveigjanleika, sveigjanleika til, svigrúm, sveigjanlegt
ευκαμψία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankstumas, lankstumo, lankstumą, taikyti lankstumo, lanksčiai
ευκαμψία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elastīgums, elastība, elastības, elastību, elastīgumu
ευκαμψία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
флексибилност, флексибилноста, флексибилност на, флексибилност за
ευκαμψία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
flexibilitate, flexibilitatea, de flexibilitate, flexibilității, o flexibilitate
ευκαμψία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prožnost, prilagodljivost, fleksibilnost, prilagodljivosti, fleksibilnosti
ευκαμψία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
flexibilita, pružnosť, flexibilitu, flexibility, pružnosti
Τυχαίες λέξεις