Откалываться στα ελληνικά
Μετάφραση: откалываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλήθρα, φέτα, σχίζα, αγκίδα, sliver, στριφτό βαμβάκι
![Откалываться στα ελληνικά Откалываться στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-23893.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выделение στα ελληνικά - θέμα, κατανομή, άφεση, απολύω, καταμερισμός, εκπυρσοκρότηση, αποκόλληση, ...
- деградировать στα ελληνικά - καθαιρώ, εκφαυλίζω, εξευτελίζω, υποβαθμίζω, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, ...
- долгожитель στα ελληνικά - μακράς, μεγάλης, μεγάλων, μεγάλες, μεγάλη
- забитый στα ελληνικά - φραγμένο, φραγμένα, φράξει, φραγμένες, βουλώσει
Τυχαίες λέξεις
Откалываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλήθρα, φέτα, σχίζα, αγκίδα, sliver, στριφτό βαμβάκι
Μεταφράσεις: σκλήθρα, φέτα, σχίζα, αγκίδα, sliver, στριφτό βαμβάκι