Откалываться στα ελληνικά

Μετάφραση: откалываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλήθρα, φέτα, σχίζα, αγκίδα, sliver, στριφτό βαμβάκι
Откалываться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выделение στα ελληνικά - θέμα, κατανομή, άφεση, απολύω, καταμερισμός, εκπυρσοκρότηση, αποκόλληση, ...
  • деградировать στα ελληνικά - καθαιρώ, εκφαυλίζω, εξευτελίζω, υποβαθμίζω, υποβαθμίσει, υποβαθμίζουν, να υποβαθμίσει, ...
  • долгожитель στα ελληνικά - μακράς, μεγάλης, μεγάλων, μεγάλες, μεγάλη
  • забитый στα ελληνικά - φραγμένο, φραγμένα, φράξει, φραγμένες, βουλώσει
Τυχαίες λέξεις
Откалываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλήθρα, φέτα, σχίζα, αγκίδα, sliver, στριφτό βαμβάκι