Λέξη: λούζομαι

Σχετικές λέξεις: λούζομαι

λούζομαι ονειροκρίτης, εγώ λούζομαι

Μεταφράσεις: λούζομαι

λούζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bathe, Luzon, Luz, bathes, bathed

λούζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bañarse, bañar, Luzón, Luzon, de luzon, luzon del, de Luzón

λούζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwimmen, baden, Luzon, von luzon, Luzons

λούζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baignons, bain, baignent, nage, laver, natation, baignade, baigner, baignez, Luzon, luçon, de Luzon, de Luçon, destination de Luzon

λούζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bagnare, nuotare, bagno, Luzon, del luzon, di Luzon

λούζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banhar, molhar, Luzon, de Luzon

λούζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wassen, baden, Luzon, luzon op, in Luzon, van luzon

λούζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обмыться, плавание, промывать, купание, обмывать, мыться, окунать, купать, обмыть, купаться, искупаться, Лусон, Luzon, Лузон, области Luzon, Лусона

λούζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Luzon, i Luzon

λούζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Luzon, i Luzon, till Luzon

λούζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uinti, kylvettää, Luzon, Luzonin

λούζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bade, Luzon, i Luzon, til Luzon, af Luzon

λούζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vykoupat, koupat, vykoupání, mýt, omývat, koupel, Luzon, Luzonu

λούζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykąpać, kapać, kąpiel, kąpać, pływać, przemywać, Luzon, części wyspy luzon, wyspy luzon

λούζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Luzon, Luzon területén, szigetek Luzon

λούζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
luzon

λούζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
купатися, митися, Лусон

λούζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Luzon

λούζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Лусон, Luzon, Лузон, Люсон

λούζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мыць, Лусон

λούζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suplus, kümblema, Luzon, Luzon linnas

λούζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prati, Luzon, u Luzon

λούζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baða, Luzon

λούζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maudytis, plauti, Luzon, Lusonas, Luzono, Luzonas

λούζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mazgāt, iemērkt, vannot, izskalot, Luzon, Luzonas

λούζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Лузон

λούζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
baie, Luzon

λούζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopat, Luzon

λούζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Luzon
Τυχαίες λέξεις