Откидывать στα ελληνικά

Μετάφραση: откидывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρίπτω, πετώ, ρίχνω, πέταγμα, αποποιούμαι, γέρνω, εξακοντίζω, πλαγιάζω, μισοξαπλώνω, ακουμβώ, ριζώ, recline
Откидывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биохимия στα ελληνικά - βιοχημεία, Biochemistry, βιοχημείας, της βιοχημείας, τη βιοχημεία
  • блокировать στα ελληνικά - φραγμός, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, στηρίγματα, διορίζομαι, ...
  • вешание στα ελληνικά - ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
  • воспроизводимый στα ελληνικά - ανανεώσιμος, αναπαραγώγιμος, αναπαραγώγιμη, αναπαραγώγιμα, αναπαραγώγιμο, αναπαραγώγιμες
Τυχαίες λέξεις
Откидывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρίπτω, πετώ, ρίχνω, πέταγμα, αποποιούμαι, γέρνω, εξακοντίζω, πλαγιάζω, μισοξαπλώνω, ακουμβώ, ριζώ, recline