Λέξη: παλαιστής
Σχετικές λέξεις: παλαιστής
12χρονος παλαιστής, λαμπράκης παλαιστής, γιάννης παλαιστής, σαμψών παλαιστής, καρπόζηλος παλαιστής, παλαιστής σασθ, ο παλαιστής
Μεταφράσεις: παλαιστής
παλαιστής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wrestler, a wrestler, wrestler is
παλαιστής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
luchador, luchador de, wrestler, el luchador, del luchador
παλαιστής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ringkämpfer, Ringer, Wrestler, Ringkämpfer
παλαιστής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
athlète, champion, lutteur, combattant, militant, catcheur, lutteur de, lutteuse, le lutteur
παλαιστής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lottatore, wrestler, lottatore di, lottatrice
παλαιστής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
wrestler, lutador, lutador de, wrestling, lutador do
παλαιστής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
worstelaar, wrestler, De worstelaar, worstelaar van, worstelaars
παλαιστής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
борец, борцом, борца, рестлер
παλαιστής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bryter, wrestler, fotballspiller, musiker, bryteren
παλαιστής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brottare, brottaren, wrestler, wrestleren
παλαιστής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
painija, wrestler, painijan, painijana
παλαιστής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
wrestler, bryder, bryderen
παλαιστής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zápasník, bojovník, zápasnický, zápasníkem, zápasníka
παλαιστής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zapaśnik, Wrestler, zapaśnikiem, wrestlerem, zapaśnik Zapaśnik
παλαιστής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
birkózó, pankrátor, wrestler, birkózónak
παλαιστής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güreşçi, wrestler, bir güreşçi, güreşçisi, güreşçidir
παλαιστής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
боротися, боротьба, борець
παλαιστής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mundës, Mundësi, mundës i, mundësi i
παλαιστής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
борец, кечист, борецът
παλαιστής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змагар, барацьбіт, барэц, змагарка
παλαιστής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maadleja, maadluses, wrestler
παλαιστής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rvač, hrvač, hrvača, hrvač koji, pelivan
παλαιστής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
wrestler, leikari
παλαιστής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imtynininkas, wrestler, kovotojai
παλαιστής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cīkstonis
παλαιστής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
борач, борачот, Артур, борач го
παλαιστής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
luptător, Luptătorul, wrestler, luptator, luptator de
παλαιστής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
borec, wrestler, rokoborec, Pelivan, Rvač
παλαιστής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápasník, borec, súťažiaci
Τυχαίες λέξεις