Откусить στα ελληνικά
Μετάφραση: откусить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, λαβίδος, επικαμπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бродильный στα ελληνικά - ζύμωση, ζύμωσης, ζύμωσης του, ζυμώσεως, ζυμωθέντος
- взять στα ελληνικά - ώμος, σπάλα, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, ...
- горько στα ελληνικά - τσουχτερός, πικρά, πικρός, πικρή, πικρό, πικρές
- гуманист στα ελληνικά - ουμανιστής, ανθρωπιστής, ανθρωπιστή, ουμανιστική, ανθρωπιστών
Τυχαίες λέξεις
Откусить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, λαβίδος, επικαμπή
Μεταφράσεις: δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, λαβίδος, επικαμπή