Λέξη: πηδάλιο

Σχετικές λέξεις: πηδάλιο

ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο ναύπλιο, πηδάλιο αεροπλάνου, πηδάλιο πλοίου, πηδάλιο εκκλησίας, πηδάλιο pdf

Συνώνυμα: πηδάλιο

τιμόνι, κλίση, βλαστός, παραφυάς, σκιάς

Μεταφράσεις: πηδάλιο

πηδάλιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helm, rudder, steering gear, the helm, helm of

πηδάλιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
timón, del timón, de timón, el timón, timón de dirección

πηδάλιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steuer, steuerruder, pinne, ruder, Ruder, Steuer, Seitenruder

πηδάλιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conduite, rame, gouvernail, timon, barre, direction, gestion, safran, gouverne de direction, gouvernail de direction

πηδάλιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timone, del timone, di barra, il timone, direzionale

πηδάλιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volante, borracha, leme, guião, inferno, do leme, rudder, de leme, o leme

πηδάλιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roer, stuur, het roer, leidraad, richtingsroer, rudder

πηδάλιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
штурвал, кормчий, руль, кормило, стебель, румпель, власть, шлем, руля, перекладки руля, рулевой, руля направления

πηδάλιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ror, roret, rudder, rorets

πηδάλιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roder, rodret, rodrets, hjärt

πηδάλιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypärä, ruori, ruoriratas, peräsin, peräsimen, peräsintä, peräsimeen, peräsimellä

πηδάλιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ror, roret, rorets, sideror

πηδάλιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kormidlování, řízení, kormidlo, směrovka, kormidla, směrovky, směrového kormidla

πηδάλιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sterownica, kierowanie, rumpel, ster, steru, rudder, steru kierunku, sterowe

πηδάλιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kormánylapát, oldalkormány, kormány, kormánylapátot, kormányt

πηδάλιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dümen, dümenin, rudder, dümeni

πηδάλιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
врядування, стерно, стеблина, управління, руль, кермо, керманич

πηδάλιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
timon, timonit, timonit të

πηδάλιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шлем, рул, кормило, руля, на руля, кормилото

πηδάλιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
руль, стырно

πηδάλιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rool, roolipinn, rooliratas, tüür, rooli, roolipalleri, pöördetüüri

πηδάλιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krma, kormilo, kaciga, kormila, kormilo u

πηδάλιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stýri, hliðarstýri, hliðarstýrið, stýris

πηδάλιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairas, vairo, laivo vairo, laivo vairas, vairą

πηδάλιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stūre, stūres, stūri, stūres vārpsta, stūres sviru

πηδάλιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кормило, кормилото, правецот, Дискрециони

πηδάλιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârmă, cârmei, cârma, rudder, de cârmă

πηδάλιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krmilo, krmila, krmilno os, smernega krmila, smerno krmilo

πηδάλιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kormidlo, helma, Helm, kormidla
Τυχαίες λέξεις