Отмывать στα ελληνικά
Μετάφραση: отмывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акростих στα ελληνικά - ακροστιχίδα
- благодатный στα ελληνικά - ωφέλιμος, επωφελής, άφθονος, ευεργετικός, ευεργετική, ευεργετικές, ευεργετικά
- галдящий στα ελληνικά - θορυβώδης, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
- жезлоносец στα ελληνικά - νεωκόρος, ραβδούχος, κανδηλανάπτης, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστικός θα
Τυχαίες λέξεις
Отмывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος