Λέξη: εσκεμμένα

Σχετικές λέξεις: εσκεμμένα

εσκεμμένα συνώνυμα, εσκεμμένα αντίθετα, εσκεμμένα συνώνυμο, εσκεμμένα ετυμολογια

Συνώνυμα: εσκεμμένα

εν γνώσει, ενσυνειδητώς, με σημασία, πονηρά, σκόπιμα

Μεταφράσεις: εσκεμμένα

εσκεμμένα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deliberately, knowingly, intentionally, purposely, willfully

εσκεμμένα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deliberadamente, sabiendas, a sabiendas, con conocimiento, conscientemente

εσκεμμένα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absichtliche, gewollt, wissentlich, bewusst, bewußt, wissentliche, wissend

εσκεμμένα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délibérément, exprès, intentionnellement, sciemment, connaissance de cause, en connaissance de cause, consciemment

εσκεμμένα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consapevolmente, scientemente, deliberatamente, consapevole, coscientemente

εσκεμμένα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deliberadamente, deli, intencionalmente, conscientemente, conhecimento de causa, com conhecimento de causa, sabidamente

εσκεμμένα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk

εσκεμμένα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обдуманно, осмотрительно, сознательно, медленно, заведомо, нарочно, преднамеренно, осторожно, умышленно, зря, не зря, осознанно

εσκεμμένα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevisst, vitende, vitende og vilje, med vitende, med vitende og vilje

εσκεμμένα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medvetet, att medvetet, avsikt, avsiktligt, knowingly

εσκεμμένα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vasiten, tarkoituksella, tahallaan, tietoisesti, tietoinen, Kielletään tietoinen, tieten

εσκεμμένα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsætligt, bevidst, vidende, bevidst at, bevidst har

εσκεμμένα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
schválně, úmyslně, záměrně, vědomě, vědomá, vědomé, se vědomá

εσκεμμένα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naumyślnie, rozmyślnie, umyślnie, świadomie, porozumiewawczo, świadomego, świadome, świadomy

εσκεμμένα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akarattal, tudatosan, tudatos, szándékosan, Tilos a tudatos, Tilos tudatosan

εσκεμμένα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasten, bilerek, bilinçli, bilinçli olarak

εσκεμμένα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
навмисно, свідомо, повільно-повільно, навмисне

εσκεμμένα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me dashje, vetëdije, me vetëdije, dijeni, dashje

εσκεμμένα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съзнателно, съзнателното, умишлено, се съзнателното, съзнателно да

εσκεμμένα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свядома, сьвядома

εσκεμμένα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ettekavatsetult, tahtlikult, teadlikult, teadvalt, on teadlikult, teadlik, Keelatud on teadlikult

εσκεμμένα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
promišljeno, svjesno, namjerno, je svjesno, znajući, znalački

εσκεμμένα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vitandi, vísvitandi, vitandi að, vísvitandi að, viljandi

εσκεμμένα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąmoningai, žinomai, tyčia, Sąmoningas, Draudžiama sąmoningai

εσκεμμένα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apzināti, apzināta, aizliegta apzināta, Ir aizliegta apzināta, Aizliegts apzināti

εσκεμμένα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свесно, знаење, свесно се, намерно, свесно да

εσκεμμένα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cu bună știință, bună știință, cunoștință de cauză, conștient, în cunoștință de cauză

εσκεμμένα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zavestno, namerno, vede, Prepovedano je zavestno, je zavestno

εσκεμμένα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedome, úmyselne, zámerne, zúčastňovať sa vedome
Τυχαίες λέξεις