Λέξη: πειραματίζομαι
Σχετικές λέξεις: πειραματίζομαι
πειραματίζομαι συνώνυμα, πειραματίζομαι στα αγγλικα
Μεταφράσεις: πειραματίζομαι
πειραματίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
experiment, experimenting, been experimenting
πειραματίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
experiencia, prueba, experimento, experimento de, el experimento, experimentos
πειραματίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versuch, experiment, Experiment, Versuch, Experiments, experimentieren
πειραματίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expérience, expérimentons, essai, expérimentent, éprouver, expérimenter, tentative, expérimentez, expérimentation, l'expérience
πειραματίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esperimento, prova, esperienza, sperimentare, dell'esperimento, sperimentazione, esperimento di
πειραματίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
experimento, experiente, experiência, experiências, experimentar, experimento de, experimental, experiência de
πειραματίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
proef, experiment, proefneming, experimenteren, experimenten
πειραματίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эксперимент, опыт, экспериментировать, эксперимента, эксперименте
πειραματίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, eksperimentet, forsøket, forsøk, eksperimentere
πειραματίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
experiment, prov, experimentera, experimentet, försök, försöket
πειραματίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokeilu, koe, kokeileminen, kokeilla, kokeen, kokeessa, kokeilun
πειραματίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsøg, eksperiment, forsøget, eksperimentet
πειραματίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokus, experimentovat, zkoušet, experiment, zakusit, experimentu, experimentem, experimentov
πειραματίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
eksperymentowanie, doświadczać, eksperyment, eksperymentować, próba, doświadczenie, eksperymentu, eksperymentem
πειραματίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kísérlet, kísérletet, kísérletben, kísérleti, kísérletek
πειραματίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deneme, deney, deneyi, deneyin
πειραματίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експериментувати, експеримент, дослід, досвід
πειραματίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, eksperimenti, eksperiment i, eksperimentojnë, eksperimenti i
πειραματίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експеримент, опят, експеримента, опит, опити
πειραματίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эксперымент, экспэрымэнт
πειραματίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katse, katsetama, eksperiment, eksperimendi, katses, katset
πειραματίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, pokušati, pokušaj, pokus, ogled, eksperimenta, pokusa, eksperimentu
πειραματίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilraun, tilraunin, tilraunir, tilraun til, gera tilraunir
πειραματίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eksperimentas, bandymas, eksperimento, eksperimentą, eksperimentuoti
πειραματίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksperimentēšana, eksperiments, eksperimentu, eksperimenta, eksperimentēt
πειραματίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експеримент, експериментот
πειραματίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
experimentare, experiment, experimentul, experimentului, experiment de, de experiment
πειραματίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
eksperiment, poskus, poskus je, poskusa
πειραματίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokus, experiment, experimentu
Τυχαίες λέξεις