Отсечение στα ελληνικά
Μετάφραση: отсечение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέλεκας, τσεκούρι, διακοπή, πελέκι, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
Μεταφράσεις
- амурный στα ελληνικά - ερωτικός, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ερωτικό
- багрец στα ελληνικά - κατακόκκινος, άλικος, κόκκινος, Scarlet, ερυθρό, οστρακιά, κατακόκκινη
- вкладыш στα ελληνικά - θάμνος, μαξιλάρι, επένδυση, τακτικών γραμμών, επένδυσης, επενδύσεως, χιτώνιο
- выпяченный στα ελληνικά - εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Τυχαίες λέξεις
Отсечение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέλεκας, τσεκούρι, διακοπή, πελέκι, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
Μεταφράσεις: πέλεκας, τσεκούρι, διακοπή, πελέκι, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό