Отстукать στα ελληνικά

Μετάφραση: отстукать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τικ, αξιοποιηθεί, αξιοποιηθούν, έχετε πατήσει, αξιοποιείται, πατήσει
Отстукать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • актер-комик στα ελληνικά - αστείος, κωμικός, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
  • взлезть στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, vzlezt
  • диспашер στα ελληνικά - κανονιστής αβαρίων, διακανονιστής αβαριών
  • жизнестойкий στα ελληνικά - σκληρός, δύσκολος, σκληροτράχηλος, ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Отстукать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τικ, αξιοποιηθεί, αξιοποιηθούν, έχετε πατήσει, αξιοποιείται, πατήσει