Λέξη: χασμουριέμαι

Σχετικές λέξεις: χασμουριέμαι

χασμουριέμαι συνέχεια, γιατί χασμουριέμαι

Συνώνυμα: χασμουριέμαι

χάσκω, χαίνω, χασμώμαι

Μεταφράσεις: χασμουριέμαι

χασμουριέμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yawn, gape

χασμουριέμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bostezar, bostezo, boquear, gape, boca abierta

χασμουριέμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gähnen, klaffen, gaffen, gape, Spalt

χασμουριέμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bâiller, gueule, bouche, biller, bâillement, gape, culs, de culs

χασμουριέμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbadiglio, sbadigliare, restare a bocca aperta, gape, squarcio, spalancarsi

χασμουριέμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bocejo, pátio, jarda, bocejar, gape, boca aberta, embasbacar

χασμουριέμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gapen, geeuw, gaap, gape, gaping

χασμουριέμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зиять, разверзать, зевнуть, разверзнуться, зевать, зевота, позевывать, зевок, зазеваться, зияние

χασμουριέμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjesp, gape, gapet, måpe, Målbindene

χασμουριέμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gäspning, gapa, gap, gapar, morrhår, glipning

χασμουριέμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haukotella, ammottaa, haukotus, toljottaa, möllöttää, gape, kita

χασμουριέμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gabe, måbe, gape, glo, gab

χασμουριέμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zívat, zívání, zívnutí, otvor, jícen, okounět, civět, civění, otvírat se

χασμουριέμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ziewnięcie, zionąć, nudziarstwo, ziewać, gapić, paszcza, ziewanie, rozwarcie, gape, rozłazić się w szwach

χασμουριέμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ásítás, ásítozik, tátott szájjal, ásítása, tátja a száját

χασμουριέμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esnemek, esneme, hayret, ağzı açık kalmak, açılmak

χασμουριέμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ял, позіхати, позіхатиме, ловити гав, зівати

χασμουριέμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çuditem, gogësije, habitem, i hapet goja, gogësij

χασμουριέμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сивота, зяпам, прозявка, зея, изумен поглед, гледам

χασμουριέμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазяхаць, зяваць, зевать, і пазяхаць

χασμουριέμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilu, lõtk, haik, haigutus, haigutama, ammuli sui vahtima, Ammottaa, ammuli sui vahtimine

χασμουριέμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zijevati, zijevanje, provalija, zjapiti, zjapljenje, zijev, otvor

χασμουριέμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geispa, gape, gapa

χασμουριέμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žioptelėti, vypsoti, prasivėrimas, žioptelėjimas, dėbsoti

χασμουριέμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blenšana, rēgoties, rēgošanās, blenzt, ieplest muti

χασμουριέμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зјаат

χασμουριέμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sta cu gura căscată, gape, gură căscată, căsca, bleojdi

χασμουριέμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gape, Zijevati, Zjapljenje, Zjapiti

χασμουριέμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nuda, zívnutí, zívať, potulovať
Τυχαίες λέξεις