Отсчёт στα ελληνικά
Μετάφραση: отсчёт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένδειξη, διάβασμα, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возбуждающий στα ελληνικά - συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
- временной στα ελληνικά - χρόνος, προσωρινός, εγκόσμιος, καιρός, φορά, κοσμικός, ώρα, ...
- готика στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
- деполяризовать στα ελληνικά - αποπολώσει, εκπολώνουν, αποπολώνει, αποπολωθούν, αποπόλωση
Τυχαίες λέξεις
Отсчёт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένδειξη, διάβασμα, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Μεταφράσεις: ένδειξη, διάβασμα, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει