Λέξη: καλαμάκι
Σχετικές λέξεις: καλαμάκι
καλαμάκι μου, καλαμάκι ζυμαράκι, καλαμάκι κοτόπουλο θερμίδες, καλαμάκι γωνία, καλαμάκι του χωριού, καλαμάκι λαμπρινάκι, καλαμάκι αβάνα, καλαμάκι κολωνάκι, καλαμάκι στα όρθια, καλαμάκι ερυθραία
Συνώνυμα: καλαμάκι
άχυρο
Μεταφράσεις: καλαμάκι
καλαμάκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
straw, Kalamaki, a straw, of Kalamaki, drinking straw
καλαμάκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pajita, paja, de paja, la paja, paja de
καλαμάκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hülse, strohhalm, stroh, Stroh, Strohhalm
καλαμάκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écorce, chaume, chalumeau, paille, brin, coque, la paille, de paille, de la paille, pailles
καλαμάκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paglia, cannuccia, di paglia, paglierino, della paglia
καλαμάκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
palha, canudo, de palha, palha de, da palha
καλαμάκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stro, strooien, rietje, van stro, het stro
καλαμάκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
солома, соломинка, труха, соломка, пустяк, соломы, каплей, соломенной, соломенная
καλαμάκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halm, strå, dråpen, ball
καλαμάκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halm, strå, sugrör, halmen
καλαμάκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korsi, olki, mehupilli, pahnat, olkinen, pilli, oljet, olkia, olkea, oljen
καλαμάκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
halm, strå, halmen, sugerør, af halm
καλαμάκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stéblo, brčko, sláma, slámy, strawe, slámu, slámově
καλαμάκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słomka, odrobina, źdźbło, słoma, rurka, słomkowy, słomiany, słomy
καλαμάκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szívószál, szalma, szalmakalap, szalmát, szalmából, szalmával, a szalma
καλαμάκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saman, hasır, samanı, kamışı, straw
καλαμάκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
солом'яний, солома, солому
καλαμάκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kashtë, kashte, kashta, kashtën, kashtë e
καλαμάκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
солова, слама, сламата, сламена, сламка
καλαμάκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
салома, салому, саломы
καλαμάκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrs, põhk, õlekõrs, õled, õlgedest, põhu, õlgede
καλαμάκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slamka, slama, slame, slamu, slamnati
καλαμάκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hálmur, hey, strá, Straw, hálm, hálmi
καλαμάκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiaudinis, šiaudų, šiaudai, šiaudelių, šiaudus, šiaudams
καλαμάκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
salmu cepure, salmi, salmu, salmus, salmiem
καλαμάκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сламата, слама, сламка, сламена, сламени
καλαμάκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pai, paie, de paie, paiele, paie de
καλαμάκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sláma, slama, slame, straw, slamo, slamnate
καλαμάκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slama, slamy
Στατιστικά δημοτικότητας: καλαμάκι
Τυχαίες λέξεις