Оттачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: оттачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βερνίκι, λουστράρω, σειρά, γυαλίζω, μούχλα, στροφή, ακονίζω, ξύνω, στιλβώνω, στρίβω, λούστρο, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автомашина στα ελληνικά - κούρσα, φορτηγό, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
- вверху στα ελληνικά - τελείωσε, πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
- воющий στα ελληνικά - ουρλιαχτό, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, ουρλιάζουν, howling
- вымолвить στα ελληνικά - εκστομίζω, καθαρός, απόλυτος, ξεστομίζω, αρθρώνω, απόλυτη, απόλυτης, ...
Τυχαίες λέξεις
Оттачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βερνίκι, λουστράρω, σειρά, γυαλίζω, μούχλα, στροφή, ακονίζω, ξύνω, στιλβώνω, στρίβω, λούστρο, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: βερνίκι, λουστράρω, σειρά, γυαλίζω, μούχλα, στροφή, ακονίζω, ξύνω, στιλβώνω, στρίβω, λούστρο, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν