Πρόσφορος στα αγγλικά
Μετάφραση: πρόσφορος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fitting, suitable, convenient, appropriateness, expedient
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφορος
πρόσφορος στα αγγλικα, πρόσφορος αγγλικα, πρόσφορος ορισμός, πρόσφορος συνώνυμο, πρόσφορος λεξικο, πρόσφορος λεξικό γλώσσας αγγλικά, πρόσφορος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- πρόσφατα στα αγγλικά - freshly, lately, newly, recently, recent, has recently
- πρόσφατος στα αγγλικά - recent, late, latest, a recent
- πρόσφυγας στα αγγλικά - refugee, a refugee, refugee in, refugee status, a refugee in
- πρόσφυμα στα αγγλικά - affix, suffix, prefix
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφορος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fitting, suitable, convenient, appropriateness, expedient
Μεταφράσεις: fitting, suitable, convenient, appropriateness, expedient